οματροπίνη

οματροπίνη
η
(φαρμ.) συνθετικό αλκαλοειδές υποκατάστατο τής ατροπίνης, η διασταλτική δράση τού οποίου στην κόρη τού οφθαλμού είναι ταχεία αλλά μικρής διάρκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. homatropine (< ομ[ο]- + ατροπίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μυδρίνη — η (φαρμ.) κολλύριο από εφεδρίνη και οματροπίνη το οποίο επιφέρει διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος (πρβλ. μυδρίαση)] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”