- οματροπίνη
- η(φαρμ.) συνθετικό αλκαλοειδές υποκατάστατο τής ατροπίνης, η διασταλτική δράση τού οποίου στην κόρη τού οφθαλμού είναι ταχεία αλλά μικρής διάρκειας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. homatropine (< ομ[ο]- + ατροπίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.